- τριηροποιός
- τριηρο-ποιός, dreiruderige Schiffe machend, bauend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τριηροποιός — όν, Α αυτός που ναυπηγεί τριήρεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + ποιός*] … Dictionary of Greek
τριηροποιοί — τριηροποιός building triremes masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηροποιούς — τριηροποιός building triremes masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηροποιῶν — τριηροποιός building triremes masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
τριηροποιϊκός — ή, όν, Α [τριηροποιός] 1. αυτός που αναφέρεται σε ναυπήγηση τριηρών 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τριηροποιϊκά τα χρήματα που προορίζονταν για ναυπήγηση τριήρων … Dictionary of Greek